- ζητούμενο
- το (AM ζητούμενον)βλ. ζητώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
α — (Μαθημ.).To πρώτο αλγεβρικό σύμβολο, που υποδηλώνει γνωστή ποσότητα (ή μέγεθος), κατ’ αντιδιαστολή προς το σύμβολο x, που υποδηλώνει άγνωστο ή ζητούμενο μέγεθος (βλ. Λ. Άλγεβρα, μαθηματικά). * * * (I) και παρατεταμένο αά, άα, ααά, άαα (Α ἆ)… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
ζητουμένως — (AM) επίρρ. με αναζήτηση, με διερευνητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσοπαθητ. ενεστ. ζητούμενος τού ρ. ζητώ πρβλ. και ουσ. ζητούμενο(ν), το] … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… … Dictionary of Greek
τοκολόγιο — το, Ν (οικον.) σύνολο πινάκων που παρέχουν τον ζητούμενο τόκο τής μονάδας τού κεφαλαίου για ορισμένο χρονικό διάστημα και για δεδομένο επιτόκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + λόγιο (< λόγος*). Η λ., στον λόγιο τ. τοκολόγιον, μαρτυρείται από το 1853 ως … Dictionary of Greek